ὄθμα

ὄθμα
ὄθμα
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • όθμα — ὄθμα, τὸ (Α) βλ. όμμα …   Dictionary of Greek

  • ὄθμασι — ὄθμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄθμασιν — ὄθμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄθματα — ὄθμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄθματι — ὄθμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄθματος — ὄθμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… …   Dictionary of Greek

  • όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”